Τι είναι η Παιγνιοθεραπεία

H Παιγνιοθεραπεία ξεκίνησε στη Μεγάλη Βρετανία και την Αυστρία, κατά την περίοδο 1920-30 όπου και άκμασε, μέσα στους κόλπους της ψυχανάλυσης ως μία θεραπευτική μέθοδος για τα παιδιά.  

Αργότερα, τη σκυτάλη ανέλαβε η Virginia Axline (1947), αρχικά μαθήτρια και στη συνέχεια συνάδελφος του Carl Rogers, ο οποίος έθεσε τις αρχές της προσωποκεντρικής θεραπείας, η οποία εφάρμοσε τις θέσεις του δασκάλου της σε σχέση με τα παιδιά στην Παιγνιοθεραπεία. Η Virginia Axline και ο Clark Moustakas αποτέλεσαν τους κύριους εκπροσώπους και πρωτοπόρους της μη-κατευθυντικής/Παιδοκεντρικής Παιγνιοθεραπείας (Child-Centred Play Therapy). 

Η Axline έδωσε μεγάλη έμφαση στο γεγονός ότι το παιχνίδι από μόνο του αποτελεί θεραπευτική διαδικασία καθώς προσφέρει τη δυνατότητα στο παιδί να “παίξει” τα συναισθήματα και τα προβλήματά του μέσα στο παιχνίδι, που έχουν συσσωρευτεί από εντάσεις, φόβους, ανασφάλεια, απογοήτευση και σύγχυση. Στην Παιγνιοθεραπεία παρέχεται ένα πλαίσιο ασφάλειας για το παιδί σε σχέση με το θεραπευτή του, ώστε το παιδί να έχει την ελευθερία να δηλώσει τον εαυτό του με τους δικούς του όρους και στο δικό του χρόνο, χωρίς κριτική και πίεση για αλλαγή (Παπαδημητρίου, 2019).  

Ο Moustakas, επικεντρώνει την προσοχή του στο είδος της σχέσης που απαιτείται, ώστε να αποτελέσει η θεραπεία μια εμπειρία ανάπτυξης για το παιδί. Αναφέρεται στη σχέση που επιτρέπει στα παιδιά να αναπτυχθούν συναισθηματικά και να αποκτήσουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Οι τρεις κύριες στάσεις που περιέγραψε στην Παιγνιοθεραπεία, αφορούν στην πίστη που έχει ο θεραπευτής στο πρόσωπο του παιδιού και είναι απαραίτητη για τη συναισθηματική οργάνωση και ανάπτυξή του, καθώς και την αποδοχή και το σεβασμό προς εκείνο (Moustakas, 1953).  

Ιδιαίτερα επιδραστική στην Παιγνιοθεραπεία αποτέλεσε μία ακόμη πρωτοπόρος στην ψυχοθεραπεία του παιδιού, η Margaret Lowenfeld με μία καινοτόμα μέθοδο, την “Μέθοδο του Κόσμου” (World Technique) η οποία είχε ως κύριο υλικό την άμμο, πάνω στην οποία λαμβάνουν χώρα, τα γνωστικά, σωματικά και συναισθηματικά στοιχεία του παιδιού.  Αργότερα η Dora Kalff, ακολούθησε τα βήματα της Lowenfeld και εισήγαγε τη θεραπευτική προσέγγιση μέσω του παιχνιδιού με άμμο – sandplay (Kalff, 1980).

Στην επόμενη δεκαετία το 1960, το ζεύγος Guerney ενέπλεξαν τους γονείς μαζί με τα παιδιά στη θεραπεία, δημιουργώντας στην Αμερική, τη Filial Play Therapy, η οποία εκπαιδεύει τους γονείς πάνω σε βασικές δεξιότητες Παιγνιοθεραπείας με επίκεντρο το παιδί, ώστε να γίνουν οι ίδιοι το θεραπευτικό μέσο, πραγματοποιώντας ειδικές ώρες παιχνιδιού στο σπίτι τους. 

Πολύ αργότερα και συγκεκριμένα τη δεκαετία του 1990, η Knell διαμόρφωσε μία μέθοδο η οποία βασίστηκε και περιέλαβε Γνωσιακές Συμπεριφοριστικές τεχνικές μέσα στην Παιγνιοθεραπεία. 

Κατά τη δεκαετία του 1980, η Παιγνιοθεραπεία στην Αμερική άρχισε να χάνει την ισχύ που είχε τα προηγούμενα χρόνια, έχοντας όμως δύο ιδιαίτερα σημαντικούς εκπροσώπους, την Violet Oaklander και τον Garry Landreth. Η Oaklander, συχνά χρησιμοποιούσε τη ζωγραφική στην έναρξη της θεραπείας μέσω της φαντασίας και με αυτό τον τρόπο, βοηθούσε το παιδί να εγκαθιδρύσει την ταυτότητα του εαυτού και την έκφραση των συναισθημάτων του  (Jennings, 1993, Oaklander, 2007). 

O Garry Landreth συνέβαλε στην εξέλιξη της παιδοκεντρικής Παιγνιοθεραπείας καθώς είναι βαθιά επηρεασμένος από το έργο της Axline και του Moustakas. Τόνισε ότι η Παιγνιοθεραπεία αποτελεί ένα πλήρες θεραπευτικό σύστημα και βασίζεται σε μία βαθιά και σταθερή πίστη προς την ικανότητα και ανθεκτικότητα των παιδιών τα οποία μπορούν να αυτοπροσδιοριστούν μέσα στο θεραπευτικό πλαίσιo. Ο Landreth έδωσε πολύ μεγάλη προσοχή στον τρόπο που ο θεραπευτής προσεγγίζει το παιδί στη θεραπεία, ότι το επίκεντρο της προσοχής είναι το παιδί και όχι το πρόβλημά του (Landreth, 2012).  

Η φύση της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον θεραπευτή και το παιδί στην παιδοκεντρική Παιγνιοθεραπεία διευκρινίστηκε από τη Axline (1969), όταν όρισε τις Οκτώ Βασικές Αρχές, οι οποίες είναι θεμελιώδεις και ακολουθούνται ως ένας ολοκληρωμένος οδηγός από όλους τους παιγνιοθεραπευτές και μη, στη θεραπευτική τους πρακτική. 

Οι αρχές αυτές έχουν αναθεωρηθεί και η ολοκληρωμένη μορφή τους είναι η εξής:

  1. Ο θεραπευτής ενδιαφέρεται με γνήσιο ενδιαφέρον για το παιδί και αναπτύσσει μαζί του μια ζεστή και φροντιστική σχέση. 
  2. Ο θεραπευτής αποδέχεται ανεπιφύλακτα το παιδί και δεν επιθυμεί, το ίδιο να λειτουργήσει διαφορετικά για εκείνον.
  3.  Ο θεραπευτής δημιουργεί ένα αίσθημα ασφάλειας και ανεκτικότητας στη σχέση του με το παιδί, έτσι ώστε εκείνο να αισθάνεται ελεύθερο να εξερευνήσει και να εκφραστεί πλήρως.
  4. Ο θεραπευτής είναι πάντοτε ευαίσθητος σε σχέση με τα συναισθήματα του παιδιού και καθρεφτίζει αυτά τα συναισθήματα με τέτοιο τρόπο, ώστε το παιδί προοδευτικά να μπορέσει να αναπτύξει μεγαλύτερη κατανόηση για τον εαυτό του. 
  5. Ο θεραπευτής πιστεύει βαθιά στην ικανότητα του παιδιού να ενεργεί υπεύθυνα και δέχεται αμετάβλητα με σεβασμό την ικανότητά του να επιλύει προβλήματα και να του επιτρέπει να το κάνει μέσα στη θεραπεία. 
  6. Ο θεραπευτής εμπιστεύεται την κατεύθυνση που χρησιμοποιεί το παιδί, του επιτρέπει να οδηγήσει εκείνο τη σχέση και αντιστέκεται σε οποιαδήποτε παρόρμησή του να καθοδηγήσει το παιχνίδι ή τη συζήτηση του παιδιού. 
  7. Ο θεραπευτής εκτιμά τη σταδιακή πορεία της θεραπευτικής διαδικασίας και δεν προσπαθεί να την επισπεύσει. 
  8. Ο θεραπευτής ορίζει μόνο εκείνα τα θεραπευτικά όρια που είναι απαραίτητα και αποτελούν τη βάση για τη θεραπευτική διαδικασία και με αυτό τον τρόπο βοηθούν το παιδί να αποδεχτεί την προσωπική του ευθύνη στη σχέση του με τον θεραπευτή.  

Στις αρχές της δεκαετία του 1980, στη Μεγάλη Βρετανία, δύο δραματοθεραπεύτριες, η Sue Jennings και η Ann Cattanach, αξιοποίησαν τις θεωρίες των θεραπευτών παιδιών, τις ενσωμάτωσαν στο θεραπευτικό τους έργο με τα παιδιά, τους εφήβους και τους ενήλικες και δημιούργησαν τη Βρετανική Σχολή της Προσωποκεντρικής μη κατευθυντικής Παιγνιοθεραπείας (Παπαδημητρίου, 2019). Η προσέγγιση αυτή αποτελεί μια διαδικασία η οποία εξελίσσεται με τρόπο που βοηθάει το παιδί να ανακαλύψει τον εαυτό του, να πειραματιστεί και να εξερευνήσει νέες εμπειρίες μέσα από το παιχνίδι. Η Παιγνιοθεραπεία καλύπτει ένα ηλικιακό φάσμα, από 3 μέχρι 12 ετών περίπου.

H Παιγνιοθεραπεία αποτελεί μια διαδικασία η οποία πραγματοποιείται σε κύκλους των δέκα συνεδριών και μετά το πέρας, επαναξιολογείται το αίτημα για θεραπεία και αναλόγως συνεχίζεται. Ο θεραπευτής μέσα από την εκπαίδευση, την προσωπική του θεραπεία και εποπτεία, καλλιεργεί δεξιότητες που είναι θεμελιώδεις στις ψυχοθεραπευτικές διαδικασίες. Συγκεκριμένα, διέπεται από ενσυναίσθηση (empathy), αποδέχεται το παιδί όπως είναι, ακούει το παιδί χωρίς να του ασκεί κριτική, διατηρεί την αυθεντικότητα και ειλικρίνειά του καθώς και την ευρηματικότητά του. 

Στο πλαίσιο της Παιγνιοθεραπείας, ο θεραπευτής δημιουργεί ένα ασφαλές περιβάλλον πάνω στο οποίο θα διεξαχθεί η διαδικασία με το παιδί, το διευκολύνει να “παίξει” τα συναισθήματά του και να εξερευνήσει καινούργιες εμπειρίες μέσα σ΄ένα προστατευμένο περιβάλλον. Στο “δωμάτιο του παιχνιδιού” βρίσκονται όλα τα παιχνίδια που αντιστοιχούν στις τρεις περιόδους ανάπτυξης που ορίζει το αναπτυξιακό μοντέλο παιχνιδιού, επιγραμματικά EPR, το οποίο δημιουργήθηκε από τη Sue Jennings (1990). Τα παιχνίδια είναι χωρισμένα με αυτό τον τρόπο ώστε να προσφέρουν τη δυνατότητα στο παιδί, να “ξαναπαίξει” το/τα αναπτυξιακό/ά στάδιο/α που έχει χάσει. Το παιχνίδι ορίζεται και παίζεται πάνω στο χαλί της Παιγνιοθεραπείας, που εφηύρε η Ann Cattanach (1994), όταν χρειάστηκε να δημιουργήσει ένα μεταβατικό χώρο πάνω στο οποίο θα έπαιζαν τα παιδιά.

Κοινοποίηση:

Παρόμοια άρθρα

Τι είναι η Παιγνιοθεραπεία

H Παιγνιοθεραπεία ξεκίνησε στη Μεγάλη Βρετανία και την Αυστρία, κατά την περίοδο 1920-30 όπου και άκμασε, μέσα στους κόλπους της ψυχανάλυσης ως μία θεραπευτική μέθοδος για τα παιδιά.   Αργότερα, τη σκυτάλη ανέλαβε η Virginia Axline (1947), αρχικά μαθήτρια και στη συνέχεια συνάδελφος του Carl Rogers, ο οποίος έθεσε τις αρχές της προσωποκεντρικής θεραπείας, η […]

...

Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του παιδιού με ΔΕΠ-Υ και η διάκρισή του από το ζωηρό παιδί

Η αυξημένη κινητικότητα και η ενεργητικότητα είναι χαρακτηριστικά των παιδιών, ιδιαίτερα αυτών της προσχολικής ηλικίας, τα οποία βρίσκονται σε μια διαδικασία εξερεύνησης του περιβάλλοντος και μια διαρκή αναζήτηση νέων ερεθισμάτων. Η φυσιολογική αυτή αυξημένη κινητικότητα, η οποία είναι εξάλλου απαραίτητη για την ομαλή τους ανάπτυξη, καθώς συντελεί στην απόκτηση κοινωνικών και άλλων εμπειριών, παρατηρείται στην […]

...

Χτίζοντας την αυτοεκτίμηση του παιδιού

Πόση και ποια σημασία μπορεί να έχει αυτή η φράση για τον καθένα! Έχετε προσέξει πως όταν αισθάνεστε καλά με τον εαυτό σας, αλληλεπιδράτε και με τους άλλους με πιο επικοδομητικό τρόπο; Όταν όμως συμβαίνει το αντίθετο, τότε και οι άλλοι λαμβάνουν το μήνυμα πως δυσκολεύεστε να διαχειριστείτε πλευρές της ζωής σας με αποτέλεσμα οι […]

...